- κατείπον
- κατεῑπον και κατεῑπα (Α)(χρησιμοποιείται ως αόρ. β' τού καταγορεύω*)1. (με γεν. ή με εμπρόθ. προσδ.) κατηγορώ, καταγγέλλω κάποιον («μὴ πρὸς θεῶν ἡμῶν κατείπης», Αριστοφ.)2. (με αιτ.) αναφέρω, ανακοινώνω, καταγγέλλω, προδίνω κάποιον ή κάτι3. λέγω κάτι φανερά, φανερώνω, διακηρύσσω4. λέγω, δηλώνω, διηγούμαι, αφηγούμαι5. απαριθμώ, συγκαταριθμώ, συγκαταλέγω («εἰ φύλλα πάντα δένδρων ἐπίστασαι κατειπεῑν», Ανακρ.).
Dictionary of Greek. 2013.